ἀγενήτω

ἀγενήτω
ἀγένητος
uncreated
masc/fem/neut nom/voc/acc dual
ἀγένητος
uncreated
masc/fem/neut gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀγενήτῳ — ἀγένητος uncreated masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενητός — γενητός, ή, όν (AM) αυτός που έχει δημιουργηθεί από άλλον ή πού είναι δυνατόν να δημιουργεί («λόγος ὤν δημιουργός, ὕστερον πεποίηται ἀρχιερεύς, ἐνδυσάμενος σῶμα τὸ γενητὸν καὶ ποιητόν», Μ. Αθαν. για την ενσάρκωση τού Χριστού «δύο κυρίοις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”